Verbundenheit - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Verbundenheit - translation to Αγγλικά


Verbundenheit         
n. solidarity, unity, closeness, attachment, connection
inseparability      
n. Unzertrennlichkeit, Verbundenheit
social glue      
Aktivitäten oder zwischenmenschliche Beziehungen die in einer Gruppe Menschen große Verbundenheit auslösen

Βικιπαίδεια

Verbundenheit
Als Verbundenheit oder Zugehörigkeitsgefühl wird in der Psychologie der Kommunikation das Gefühl bezeichnet, einer anderen Person oder einer Personengruppe zugehörig zu sein und in einer gegenseitig vertrauensvollen Beziehung zu stehen.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Verbundenheit
1. Ansonsten wird schulterklopfend Verbundenheit demonstriert.
2. Aus gelegentlichen Kontakten wird eine freundschaftliche Verbundenheit.
3. Merkel sieht enge Verbundenheit zu Polen Warschau (dpa) – Bundeskanzlerin Angela Merkel hat die enge Verbundenheit zwischen Deutschland und Polen betont.
4. Insbesondere die Landespolitiker zeigen dann gern Verbundenheit mit «ihrem» Bundesligisten.
5. Ingenhoven lobt Frei Otto als wichtigen Lehrer und Ratgeber und betont ihre herzliche Verbundenheit.